- βαλιός
- βαλιός, -ά, -όν (Α)1. παρδαλός, με στίγματα, βούλες διαφορετικού χρώματος2. γρήγορος3. (το αρσ. παροξύτονο, ως κύρ. όν.) Βαλίος, οτο ένα από τα άλογα του Αχιλλέα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. από γλώσσα όπου το αρχικό bh αντιπροσωπεύεται με -b-, φθόγγος πολύ σπάνιος στην Ινδοευρωπαϊκή. Η κατάλ. -i(F)os του τ. συνήθης στα επίθετα που δηλώνουν χρώματα (πρβλ. πολιός, φαλιός κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.